- κρατιστίνδην
- κρᾰτιστ-ίνδην, Adv.A by choosing the best, Poll.1.176.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατιστίνδην — (Α) επίρρ. με εκλογή τού καλύτερου, τού ανώτερου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτιστος + κατάλ. ίνδην (πρβλ. αριστ ίνδην, πλουτ ίνδην)] … Dictionary of Greek
κρατιστίνδην — by choosing the best indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)